Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Στο πολεμικό συμβούλιο με τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη, ο Ανδρούτσος πρότεινε να οχυρώσουν το Χάνι που βρισκόταν επί του δρόμου της Γραβιάς και να κλεισθούν σε αυτό, χρησιμοποιώντας το ως φρούριο από όπου θα εμπόδιζαν τη διάβαση των Τούρκων.

Ο Οδυσσέας («Λυσσέος», όπως τον αποκαλούσαν οι σύντροφοι του) εμψύχωσε τους καταβεβλημένους αγωνιστές και άρχισε αμέσως να οργανώνει τη νέα αντίσταση στους εισβολείς.
 
Παράλληλα, είχε στείλει τον Γκούρα με εντολή να «καθαρίσει» τα Σάλωνα, δηλαδή να εκτελέσει όλους τους αιχμάλωτους Τούρκους και Αλβανούς της περιοχής. 
 
Επρόκειτο για μία σκληρή διαταγή του Ανδρούτσου, την οποία οι επικριτές του έσπευσαν να μεταχειρισθούν ως μία ακόμη απόδειξη του ανηλεούς χαρακτήρα του. 
 
Εντούτοις, ο Οδυσσέας δεν είχε άλλη επιλογή. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής ήταν ισχυροί αριθμητικά και θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι αν εξεγείρονταν. 

Ο Ανδρούτσος είχε δεσμεύσει αρκετούς άνδρες για τη φύλαξη τους, που ήταν απαραίτητοι για την αναχαίτιση του Ομέρ Βρυώνη. Αν ελευθέρωνε τους αιχμαλώτους, εκείνοι θα ενώνονταν με τον πασά ισχυροποιώντας τον περισσότερο.
 
Άλλος βασικός λόγος της απόφασης του, ήταν η πρόταση των τοπικών χωρικών να φυλάξουν εκείνοι ειδικά τους αιχμάλωτους μπέηδες. 
 
Ο Οδυσσέας σκέφθηκε, δικαιολογημένα, ότι επρόκειτο για υστερόβουλη πρόταση τους με σκοπό είτε να χρησιμοποιήσουν τους μπέηδες ως μάρτυρες σε περίπτωση «προσκυνήματος» τους, είτε να τους ανταλλάξουν έναντι λύτρων.
 
Ο Ανδρούτσος, στα πλαίσια της πάγιας πολιτικής του, προσπαθούσε να καταστήσει τους ντόπιους χριστιανούς «συνενόχους» στην εξόντωση των Τούρκων, έτσι ώστε να εξασφαλίσει πως δεν θα σκέπτονταν να καταθέσουν τα όπλα. 
 
Τέλος, ο θάνατος του παλαιού του φίλου Διάκου και 200 παλληκαριών του στην Αλαμάνα, επηρέασε το κοινό ελληνικό αίσθημα που ζητούσε αντεκδίκηση και τη δική του απόφαση για τη θανάτωση των Τούρκων.
 
Η φοβερή εξόντωση όλων των μουσουλμάνων – εκτός από έναν όπως λέγεται – των Σαλώνων, της Μενδενίτσας (Βοδωνίτσας) και του Τουρκοχωρίου από τον Γκούρα, διήρκεσε μία εβδομάδα. Μαζί τους εκτελέσθηκαν όλοι οι Μπεκτασήδες δερβίσες, με εντολή του Ανδρούτσου.
 
Ο Οδυσσέας έστειλε από το Χάνι επιστολή στον Μπούσγο, καλώντας τον να έλθει με όλους τους άνδρες του στη Γραβιά. Όπως του έγραφε χαρακτηριστικά: «ένας να μη λείψη». 
 
Παράλληλα, οι επαναστάτες απομάκρυναν όλα τα γυναικόπαιδα της περιοχής στις απροσπέλαστες πλαγιές της Γκιώνας και του Παρνασσού. 
 
Οι άλλοι δύο οπλαρχηγοί διαφώνησαν, θεωρώντας καλύτερη λύση την κατάληψη θέσεων αριστερά και δεξιά του δρόμου, προκειμένου να μπορούν να διαφύγουν σε περίπτωση εχθρικής επικράτησης. 
 
Η πρόταση του Ανδρούτσου ήταν πρωτότυπη συγκριτικά με τις πολεμικές συνήθειες των κλεφταρματολών, οι οποίοι φρόντιζαν συνήθως να εξασφαλίζουν μία οδό διαφυγής από το πεδίο της μάχης. 
 
Ο Οδυσσέας γνώριζε ότι η διαφυγή από το Χάνι θα ήταν πολύ δύσκολη και σε αυτό το στοιχείο στηριζόταν προκειμένου να επιτύχει τη μέγιστη πολεμική απόδοση των ανδρών.
 
Μάλιστα ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης επισήμαναν την εκτεθειμένη θέση του Χανίου στο ανοικτό πεδίο και θεώρησαν ότι δεν θα άντεχε στις σφοδρές επιθέσεις των εχθρών. 
 
Οι διαβουλεύσεις των αγωνιστών συνεχίζονταν, όταν στις 7 Μαϊου ο Ομέρ Βρυώνης ξεκίνησε από τη Λαμία, άφησε τον Κιοσέ Μεχμέτ στη Μενδενίτσα με 1.000 άνδρες ως οπισθοφυλακή ασφαλείας, και βάδισε προς τη Γραβιά επικεφαλής 8.000 εκλεκτών πολεμιστών.
 
Το πεζικό του αποτελείτο από 7.000 Αλβανούς, Βόσνιους και άλλους Σλαβομουσουλμάνους, και Σαριγκιουλήδες από τη Μακεδονία.
 
Το ιππικό του περιελάμβανε 500 Γκέγκηδες Αλβανούς, με επικεφαλής τον Τελεχά Φέζο, και 500 Τσάμηδες ομοεθνείς τους υπό τον Μουσταφά μπέη Κιαφαζέζη. 
 
Οι Αλβανοί αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του στρατεύματος.
 
Όταν οι επαναστάτες έμαθαν ότι ο εχθρός πλησίαζε, ο Ανδρούτσος πρότεινε νέο σχέδιο μάχης με το οποίο οι άλλοι οπλαρχηγοί συμφώνησαν. Το πρωί της επόμενης ημέρας (8 Μαΐου), οι ελληνικές δυνάμεις (1.000-1.500 πολεμιστές) διαιρέθηκαν σε τρία μέρη. 
 
Ένα τμήμα τους με επικεφαλής τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη κατέλαβε τα υψώματα του Χλωμού, στα αριστερά του δρόμου απ’ όπου θα περνούσε ο εχθρός.
 
 
Το δεύτερο τμήμα τους, υπό τους Χρήστο Κοσμά και Κατσικογιάννη, εγκαταστάθηκε στα δεξιά του, στα υψώματα της βρύσης «Σού Τζίκα». Το τρίτο και επίλεκτο σώμα με επικεφαλής τον Οδυσσέα, αποτελούμενο από άνδρες που θα τον ακολουθούσαν αυτόβουλα, θα κλεινόταν στο Χάνι της Γραβιάς. 
 
Μάλιστα ο Ανδρούτσος, προκειμένου να εμψυχώσει όσους θα τον ακολουθούσαν, φώναξε στους πολεμιστές: «Αί ορέ παιδιά, όποιος θέλει ν’ ακολουθήση, ας πιαστή στον χορό!». Ο Οδυσσέας έσυρε τον τσάμικο και ύψωσε το μαντήλι του.
 
Ο Γκούρας πιάστηκε πρώτος από το μαντήλι και ακολούθησαν ο Παπαντρέας, ο Κομνάς Τράκας, ο Αγγελής Γοβγίνας από την Εύβοια, οι Καπογιωργαίοι, ο Ζαφείρης από τα Επτάνησα και ο Μουσταφά, ένας Τουρκαλβανός «βλάμης» (αδερφικός φίλος) του Ανδρούτσου. 
 
Συνολικά 120 άνδρες έσυραν τον χορό και κλείσθηκαν στο Χάνι. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο αμπάρωσαν τις θύρες του, σφράγισαν όποια ανοίγματα και άνοιξαν πολεμίστρες. Σε λίγο οι Τούρκοι διάβηκαν το ποτάμι της Γραβιάς και αντιλήφθηκαν τους Έλληνες οι οποίοι ήταν ακροβολισμένοι στο Χλωμό και στη βρύση Σού Τζίκα.
 
Αφού προσευχήθηκαν για τη νίκη, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε δύο ισχυρά σώματα για να διενεργήσουν υπερκέραση των δύο ελληνικών πτερύγων. Οι άνδρες των πτερύγων ήταν ολιγάριθμοι συγκριτικά με τους Τουρκαλβανούς και οι περισσότεροι ήταν εξοπλισμένοι μόνο με σφενδόνες και μαχαίρια, μη διαθέτοντας πυροβόλα όπλα όπως οι εχθροί.
 
Πυροβόλα έφεραν εξολοκλήρου μόνο οι αγωνιστές που είχαν κλεισθεί στο Χάνι. Μοιραία, οι άνδρες του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη δεν άντεξαν το βάρος της εχθρικής επίθεσης και υποχώρησαν. Σε λίγο τους ακολούθησαν και οι πολεμιστές του Κοσμά και του Κατσικογιάννη. 
 
Οι ελληνικές πτέρυγες διαλύθηκαν και οι άνδρες τους κατέφυγαν στα ορεινά, όμως το ηθικό των αγωνιστών στο Χάνι δεν κάμφθηκε επειδή γνώριζαν ότι αυτή θα ήταν η πιθανότερη εξέλιξη.
 
Πριν το μεσημέρι, έφθασε μπροστά στο Χάνι ο Ομέρ Βρυώνης με τον κύριο όγκο του στρατού. Ο πασάς προσπάθησε πάλι να προσεταιρισθεί τον Ανδρούτσο. 
 
Έστειλε στο Χάνι τον Χασάν δερβίση, ο οποίος οδηγούσε τους άνδρες του ως θρησκευτικός αρχηγός (ως δερβίσης) που ευχόταν για τη νίκη και προσπαθούσε να διεγείρει τον πολεμικό φανατισμό τους, προκειμένου να διαπραγματευθεί με τον Οδυσσέα.
 
Ο Χασάν ήταν παλαιός γνώριμος του από την αυλή του Αλή Πασά, στοιχείο στο οποίο υπολόγιζε πάλι –μάταια – ο Ομέρ. Ο Ανδρούτσος είχε διατάξει τους πολεμιστές του να μην πυροβολήσουν, αν εκείνος δεν έδινε την εντολή. Γνώριζε τις μεθόδους του εχθρού και ότι ο πασάς θα του έστελνε τον δερβίση. 
 
Οι Τουρκαλβανοί πεζοί άρχισαν να βαδίζουν, οδηγούμενοι από τον Χασάν, αλλά σταμάτησαν σε απόσταση εκατό μέτρων από το Χάνι. Ο Οδυσσέας παρακολουθούσε τις κινήσεις τους από μία πολεμίστρα.
 
Ο δερβίσης βάδισε μόνος του θαρραλέα προς το Χάνι και όταν έφθασε κοντά στην κεντρική θύρα του, φώναξε στον Ανδρούτσο. Ο τελευταίος τον χαιρέτησε στην αλβανική γλώσσα και ο Χασάν ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. 
 
Παρά την απόλυτη ηρεμία που επικρατούσε, η κατάσταση ήταν τεταμένη, με τους πολεμιστές των δύο πλευρών να παρακολουθούν με το δάκτυλο στη σκανδάλη. 
 
Μετά από κάποιο διάστημα εσκεμμένης σιωπής, ο δερβίσης φώναξε στον Οδυσσέα με προστακτικό τόνο, ότι θέλει να συνομιλήσει μόνος μαζί του.
 Ανδρούτσος του απάντησε στον ίδιο τόνο, εξυβρίζοντας τον αθυρόστομα στα αλβανικά. Ο δερβίσης άρχισε επίσης να υβρίζει τον Οδυσσέα, ώσπου εκείνος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε με εύστοχη βολή στο κρανίο. 
 
Ο Χασάν σωριάστηκε στο έδαφος και οι Τουρκαλβανοί έτρεξαν αμέσως μαζικά κοντά στον «ιερό πολεμιστή». Ο Οδυσσέας εκμεταλλεύθηκε τη ριψοκίνδυνη συγκέντρωση των εχθρών τόσο κοντά στο Χάνι και διέταξε μαζική ομοβροντία. Πολλοί Αλβανοί έπεσαν νεκροί ή τραυματίες και οι υπόλοιποι υποχώρησαν πάλι σε απόσταση ασφαλείας.
 
Σε λίγο οι εχθροί διενήργησαν την πρώτη έφοδο τους στο Χάνι. Ο Οδυσσέας είχε εκπαιδεύσει τους άνδρες του να πυροβολούν με την ευρωπαϊκή μέθοδο των πυκνών συγχρονισμένων πυρών. 
 
Ένα μέρος των πολεμιστών του εξαπέλυε συγχρονισμένα μία ομοβροντία εναντίον των Τουρκαλβανών και κατά το διάστημα που γέμιζαν πάλι τα καριοφίλια και τις πιστόλες τους, άλλοι πυροβολητές ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν συγχρονισμένα εναντίον του εχθρού κ.ο.κ.
 
Η αναφερόμενη μέθοδος ήταν η καταλληλότερη έναντι μαζικής εχθρικής επίθεσης και υπήρξε ιδιαίτερα φονική έναντι των ασύντακτων Τουρκαλβανών. 
 
Οι τελευταίοι σωριάζονταν ομαδόν στο έδαφος από τα βόλια των επαναστατών, αναγκαζόμενοι τελικά να υποχωρήσουν. 
 
Ακολούθησαν και άλλες θυελλώδεις επιθέσεις τους και παρότι κατάφεραν επανειλημμένα να στήσουν τα μπαϊράκια τους (πολεμικές σημαίες) στο τοιχίο του χώρου του Χανίου, στο τέλος τρέπονταν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς.
 
Κατά το μεσημέρι, ο Ομέρ Βρυώνης, απογοητευμένος από την αποτυχία, διέταξε την παύση των επιθέσεων και συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο. 
 
Οι υπαρχηγοί του πρότειναν να φέρει βαριά πυροβόλα από τη Λαμία, προκειμένου να μεταβάλουν το Χάνι σε ερείπια από ασφαλή απόσταση. 
 
Ο πασάς θεώρησε υποτιμητικό να φέρει πυροβόλα για την εκπόρθηση ενός πανδοχείου. Έως τη δύση του ήλιου, εξαπέλυσε τρεις ακόμη επιθέσεις εναντίον του, χωρίς αποτέλεσμα.
 
Οι Τουρκαλβανοί όχι μόνο αδυνατούσαν να έλθουν σε αγχέμαχη συμπλοκή με τους αγωνιστές, αλλά ακόμη και να πλησιάσουν τους τοίχους του Χανίου, που «θέριζε» τους επιτιθέμενους από όλες τις πλευρές. Ο περίγυρος του πανδοχείου καλυπτόταν από σωρούς νεκρών και τραυματιών.
 
Ο Ομέρ κατανόησε ότι τα πυροβόλα ήταν απαραίτητα. Έστειλε έναν Τάταρο ιππέα στη Λαμία, με εντολή για μεταφορά τους στη Γραβιά και κύκλωσε το οχυρωμένο πανδοχείο με νυκτερινούς φρουρούς. 
 
Τέλος, επέτρεψε στον καταπονημένο στρατό του να αναπαυθεί. Στο Χάνι, οι οπλαρχηγοί εξέτασαν την κατάσταση. 
 
Η ολοήμερη μάχη είχε εξαντλήσει τα πυρομαχικά τους και γνώριζαν ότι την επόμενη ημέρα ο πασάς θα έφερνε πυροβόλα προκειμένου να μη θυσιάζει άσκοπα τους άνδρες του και να μην ονειδίζεται από την παρατεταμένη πολιορκία ενός πανδοχείου.
 
Είχαν πετύχει μερικώς τον στόχο τους, αφού είχαν προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους Τουρκαλβανούς και είχαν ανυψώσει το φρόνημα όλων των επαναστατών. 
 
Γι’ αυτούς τους λόγους αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Χάνι. Περίπου δύο ώρες πριν ξημερώσει, ο Ανδρούτσος και οι άλλοι οπλαρχηγοί ξύπνησαν τους άνδρες και άρχισαν να απομακρύνουν αθόρυβα τις πέτρες από τον λιθοσωρό με τον οποίο είχαν σφραγίσει μία από τις θύρες του πανδοχείου.
Από την πύλη βγήκε προσεκτικά πρώτος ο Γκούρας, ο οποίος φημιζόταν για την εξαίρετη όραση του, και οδήγησε την πορεία των πολεμιστών στον γειτονικό αγρό. Τελευταίος βγήκε ο Οδυσσέας.
 
Το χωράφι στο οποίο κινούνταν σκυμμένοι οι αγωνιστές, καλυπτόταν από ψηλά στάχυα τα οποία έκρυβαν την κίνηση τους από τους Αλβανούς που κατόπτευαν το Χάνι. 
 
Επρόκειτο για μία δύσκολη επιχείρηση διαφυγής που έγινε με πολλές προφυλάξεις, επειδή στον αγρό κείτονταν αρκετοί τραυματισμένοι εχθροί, κάποιος από τους οποίους θα μπορούσε να φωνάξει προδίδοντας στους ομοεθνείς του την ελληνική έξοδο.
 
Οι αγωνιστές έφθασαν τελικά σε ένα σημείο όπου βρίσκονταν οι Τουρκαλβανοί νυκτερινοί φρουροί. Εκείνοι τους αντιλήφθηκαν και άρχισαν να τους πυροβολούν. Τότε ο Οδυσσέας χρησιμοποίησε ένα στρατήγημα: πολλοί Αλβανοί ήταν ενδεδυμένοι όπως οι Έλληνες και δεν διακρίνονταν εμφανισιακά.
 
Ο Ανδρούτσος άρχισε να κραυγάζει στα αλβανικά εναντίον των ανδρών του και να προσποιείται ότι τους καταδιώκει. Έτσι «έπεισε» τους Τουρκαλβανούς ότι ήταν ένας από αυτούς και σε λίγο άρχισε να φωνάζει ότι οι Έλληνες διαφεύγουν προς τη βρύση Σού Τζίκα, ενώ εκείνοι έτρεχαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το Χλωμό. Οι Αλβανοί έτρεξαν προς τη βρύση ενώ ο Ανδρούτσος διέφυγε με τους άνδρες του μέσα στο σκοτάδι της νύκτας.
 
Όταν ξημέρωσε η 9η Μαΐου, οι επαναστάτες βρίσκονταν ασφαλείς στα υψώματα του Χλωμού, όπου καταμετρήθηκαν. Είχαν δύο τραυματίες, τον καπετάνιο Κώστα Καπογιωργάκη και έναν από τους πολεμιστές του Γκούρα, και έξι νεκρούς. 
 
Μεταξύ των τελευταίων βρίσκονταν ο επιφανής για τη γενναιότητα του, Αθανάσιος Καπλάνης, και ο Αθανάσιος Σεφέρης. Λίγο μετά την ανατολή του ηλίου, ο Ομέρ εισήλθε στο εγκαταλειμμένο Χάνι και όταν είδε την ισχνή κατασκευή του (συγκριτικά με τα πραγματικά οχυρά), επέπληξε σφόδρα τους Τουρκαλβανούς του επειδή δεν μπόρεσαν να νικήσουν λίγους «ζορμπάδες» (άτακτοι πολεμιστές ή «παλικαράδες»).
 
Οι απώλειες του τουρκικού στρατοπέδου αριθμούσαν 600 τραυματίες και 300 νεκρούς μεταξύ των οποίων και δύο μπέηδες. Με την εξόντωση τόσων Αλβανών στη Γραβιά, ο Οδυσσέας και οι άνδρες του πήραν μία «άτυπη» εκδίκηση για τον θάνατο των Ελλήνων αγωνιστών στην Αλαμάνα, τον προηγούμενο μήνα.
 
Οι Συνέπειες της Μάχης
 
Η μάχη της Γραβιάς είχε αποφασιστική σημασία για την πορεία της Ελληνικής Επανάστασης. Παρότι ‘επίσημα’ επρόκειτο για νίκη του Ομέρ Βρυώνη, στην πραγματικότητα είναι αμφίβολο αν η ταπείνωση 8.000 Τουρκαλβανών από μόλις 120 Έλληνες πολεμιστές μπορεί να θεωρηθεί «νίκη». 
 
Αυτή η πραγματικότητα κλόνισε το ηθικό του πασά και το ηθικό των ανδρών του. Μετά τη σχετικά «ανώδυνη» επιτυχία του στην Αλαμάνα, ο Ομέρ πίστευε μάλλον πως δεν θα συναντούσε σοβαρή αντίσταση κατά την πορεία του στην Πελοπόννησο.
 
Εντούτοις, η μανιώδης αντίσταση του Ανδρούτσου και των παλληκαριών του έκαναν τον Ομέρ να κατανοήσει ότι η ελληνική εξέγερση κάθε άλλο ήταν παρά μία τοπική και ανάξια λόγου «ανταρσία» (όπως τη θεωρούσαν πολλοί Οθωμανοί). 
 
Όταν σε λίγο πληροφορήθηκε τη θανάτωση των μουσουλμάνων από τα Σάλωνα έως τη Μενδενίτσα, αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για πραγματική επανάσταση, οι φορείς της οποίας σκόπευαν να πολεμήσουν μέχρι τέλους.
 
Έτσι, ο Ομέρ Βρυώνης εγκατέλειψε το σχέδιο του για άμεση εισβολή στην Πελοπόννησο και προσπάθησε να καταπνίξει την εξέγερση στην ανατολική Ρούμελη.
 
Με αυτόν τον τρόπο, η αντίσταση του Ανδρούτσου στη Γραβιά «διευκόλυνε» την πρώτη σπουδαία νίκη των Πελοποννησίων στο Βαλτέτσι και βοήθησε αποφασιστικά στην εδραίωση της εθνεγερσίας στην Πελοπόννησο (στην οποία δεν είχε σταθεροποιηθεί ακόμη).
 
Ο διασυρμός των Τούρκων στη Γραβιά είχε την ίδια σημασία για την επιβίωση της επανάστασης στην ανατολική Στερεά και για τη διάδοση της στη δυτική Στερεά και την Εύβοια. 
 
Όταν οι κάτοικοι των δύο τελευταίων περιοχών πληροφορήθηκαν τα γεγονότα της Γραβιάς, επηρεάσθηκαν αποφασιστικά υπέρ της επανάστασης και σε λιγότερο από έναν μήνα (έως τις 5 Ιουνίου) μία προς μία οι πόλεις και οι περιφέρειες τους, η Λίμνη, η Κύμη, η Κάρυστος, το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό, το Ξηρόμερο και το Καρπενήσι, ύψωσαν τα λάβαρα της (το Ξηροχώρι της Εύβοιας είχε ήδη εξεγερθεί από τις 8 Μαΐου).
 
Η αναχαίτιση των εισβολέων στη Γραβιά προστάτευσε τον εθνικό αγώνα σε μία από τις κρισιμότερες φάσεις του, μετά τον θάνατο του ηρωικού Διάκου. Η στρατηγική διάνοια του Ανδρούτσου εκδηλώθηκε κατά τη μάχη της Γραβιάς. 
 
Ήταν τόση η απήχηση του θριάμβου του, ώστε ο Μπούσγος, εκλεγμένος οπλαρχηγός της Λειβαδιάς, του παραχώρησε αυτόβουλα την αρχηγία των όπλων της Βοιωτίας και τέθηκε υπό τις διαταγές του.
 
(periklisdeligiannis.wordpress.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου