Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Το Καρπενήσι στην επανάσταση του 1821

Το Καρπενήσι στην επανάσταση του 1821
Ο αναβρασμός της επανάστασης στο Καρπενήσι και στην Ευρυτανία γενικότερα ξεσπά στις 21 Μαρτίου του 1821. Η πρώτη νικηφόρα μάχη διεξάγεται στη γέφυρα της Τατάρνας, κατά την οποία, επικεφαλής των Ελληνικών δυνάμεων είναι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο ηγούμενος της παρακείμενης ομώνυμης μονής Κυπριανός. Ενώ στις 10 Μαΐου του 1821, ο Κερασοβίτης Κώστας Βελής ή Στεργιόπουλος, κηρύττει την επανάσταση στο Κεράσοβο (Κερασοχώρι).
ο Καρπενήσι γίνεται το επίκεντρο της εξέγερσης, λόγω της στρατηγικής του θέσης. Ήταν το προπύργιο της στρατιωτικής επιβουλής των Τούρκων στην ορεινή περιοχή και το γόητρο της οθωμανικής κυριαρχίας. Οι Τούρκοι το φρουρούσαν γερά, όπως και τις διόδους του μέχρι τη Λαμία.
Από το Μάιο του 1821, στα περίχωρα της πόλης, άρχιζαν να συγκεντρώνονται τμήματα των οπλαρχηγών του Καρπενησίου Γιολδασαίων και του Γιάννη Μπράσκα από το Σοβολάκου. Στόχος τους η κατάληψή της και η εκδίωξη των Τούρκων από αυτή.
Η συγκέντρωση κλεφτών στα περίχωρα της πόλης, σηματοδοτούσε πόλεμο και οι Τούρκοι οχυρώνονται στα πιο γερά σπίτια της πόλης. Έτσι στις 4 Ιουνίου του 1821, αρχίζει η πολιορκία του Καρπενησίου. Οι Τούρκοι βρίσκονται σε δυσμενή θέση και ζητούν ενισχύσεις από τα Γιάννενα.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης, στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης (εν Λονδίνω 1853), αναφέρει για τη πολιορκία: "Την τρίτην δε ημέραν αφ’ ης οι Έλληνες εκτύπησαν τους εν Βραχωρίω Τούρκους, οι Γιολδασαίοι και ο οπλαργηγός του Σοβολάκου Γιάννης Μπράσκας εστράτευσαν επί τους εν Καρπενησίω Τούρκους. Ούτοι, ως 70 οικογένειαι, εκλείσθησαν εντός των δυνατωτέρων οικιών της κωμοπόλεως και ανθίσταντο γενναίως, ειδοποιήσαντες κρυφίως το εν Ιωαννίνοις στρατόπεδον περί της καταστάσεως των. Οι δε πολιορκούντες Έλληνες, τόσον ήσαν απλοί και ανίδεοι, ώστε μετεχειρίσθησαν τα εξής πολεμιστήρια: Έσχισαν το στέλεχος αγριαπιδιάς και το έσκαψαν πλην του κάτω μέρους, συνήνωσαν έπειτα τας δύο σχίζας και τας εσιδηρόδεσαν εν είδει κανονίου εις εκπόρθησιν των οικειών, βλέποντες δε ότι το πυροβόλον τούτο εκαίετο μάλλον ή έκαιε, κατασκεύασαν σιδηράς διχάλας, ας εφαρμόζοντες πεπυρωμένας εις το στόμα των τουφεκιών έρριπταν επί τας εχθρικάς οικίας, αλλ’ οι Τούρκοι έσβεναν τα φλογερά ταύτα βέλη, προσάποντες, όπου εκόλλων, βρεκτά ξυλλοσπόγγια. Την δε 19 Ιουνίου μαθόντες οι πολιορκηταί, ότι ήρχοντο στρατεύματα υπό τον Βελήμπεην Πρεμετινόν εις βοήθειαν των πολιορκουμένων διηρέθησαν και οι μεν έμειναν όπου ήσαν, οι δε κατέλαβαν τα Καγγέλια, βουνά περί της ώρας μακράν της κωμοπόλεως, άλλ’ επελθόντες οι Τούρκοι τους έτρεψαν φονεύσαντες και τον Κατσικογιάννην, επορεύθησαν και εις την κωμόπολιν και την έκαυσαν εν μέρει, οι δε εν αυτή Έλληνες έφυγαν δια νυκτός και συνήλθαν εις το χωρίον Άγιον Ανδρέαν, τρεις ώρας μακράν του Καρπενησίου, δημοπρατούντες όσα ήρπασαν του Νούρκα, ως αν ήσαν εν πλήρει ειρήνη, αλλά μαθόντες ότι παρηκολούθουν οι Τούρκοι, κατέλαβαν το επί της οδού του Καρπενησίου χωρίον Μπιάραν, όπου προσβαλόντες αυτούς γενναίως τους διεσκόρπισαν, διεσκόρπισαν μετ’ ολίγον και τους κατασχόντας τα Καγγέλια. Εν ω δε επολέμουν, οι πολιορκούμενοι μη θεωρούντες εαυτούς του λοιπού ασφαλείς, έφυγαν την νύκτα δια δυσβάτων οδών εις Ήπειρον".
Το Καρπενήσι, απελευθερώνεται στις 7 Ιουλίου του 1821, αλλά με μια εικόνα απογοητευτική. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης κάηκε, μαζί του και ο Ναός της Αγίας Τριάδας. Ας σημειωθεί, ότι, με την απελευθέρωση του Καρπενησίου, απελευθερώθηκε και η περιοχή των Αγράφων.
Δεν πρόλαβε, καλά – καλά, το Καρπενήσι να ανασάνει και στις αρχές Ιανουαρίου του 1822 εισβάλουν σ’ αυτό, χωρίς να βρουν αντιστάσεις, 1800 τουρκαλβανοί. Η εισβολή τους, ήταν αποτέλεσμα κακής συνεννόησης των καπεταναίων που άφησαν ελεύθερες τις διόδους προς τη πόλη. Μέσα σε λίγες, όμως, μέρες φτάνει ο καπετάνιος του Κράββαρη Ανδρίτσος Σαφάκας και τους καταδίωξε. Για αυτή του την ενέργεια, ο Υπουργός Πολέμου της προσωρινής διοίκησης της Ελλάδας, του στέλνει επαινετική επιστολή και του απονέμει το βαθμό του Χιλιάρχου (Βραχώρι, 22 Φεβρουαρίου 1822).
Για λίγους, όμως, μήνες έμεινε το Καρπενήσι χωρίς τη παρουσία Τούρκου, διότι στα τέλη Ιουνίου, ασκέρια του Μαχμούτ πασά (Δράμαλη), που σκοπό τους είχαν την κατάπνιξη της επανάστασης πέρασαν κι από τούτα τα μέρη. Οι κλέφτες, σε μικρές ομάδες, τους παρεμπόδιζαν, χτυπώντας τους με την κλέφτικη τακτική, τον κλεφτοπόλεμο δηλαδή. Αν και τους προξένησαν φθορές, οι Τούρκοι, στο διάβα τους, έσπερναν τον όλεθρο κι άφηναν την καταστροφή. Στα μέσα του 1823 ακολουθεί μια μεγάλη τουρκική εισβολή, σε μια νέα προσπάθεια συντριβής της επανάστασης. Δύο ασκέρια, υπό τους Μουσταή Πασά της Σκόντρας με 12.000 Αλβανούς και 3.000 Μιρντίτες (Αλβανική φυλή της Βόρειας Αλβανίας που είχε ασπασθεί τον Ρωμαιοκαθολικισμό) και τον Ομέρ Βρυώνη πασά των Ιωαννίνων με 4.000 Αλβανούς, ξεκινούν χωρισμένα σε τρία τμήματα και, μέσω της Ευρυτανίας, κατευθύνονται προς το Μεσολόγγι. Στις 8 Αυγούστου του 1823, διεξάγεται η μεγαλειώδες μάχη στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, στην οποία σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης. {Περισσότερα για τη μάχη σε κεφάλαιο που ακολουθεί}.
Το 1825, η κατάσταση ήταν δραματική. Σε όλη την Ελλάδα κυριαρχεί η διχόνοια των καπεταναίων την οποία διευθύνουν με μαεστρία οι αιώνιοι υπηρέτες των ξένων, οι πολιτικοί της εποχής. Οι Τούρκοι ανεμπόδιστοι, από το Καρπενήσι που βρίσκονται εγκαταστημένοι, κάνουν εφόδους στα γύρω χωριά και τα λεηλατούν.
Ο Ανδρίτσος Σαφάκας κάνει έκκληση στην τριμελή επιτροπή Ανατολικής Ελλάδας στις 2 Μαΐου του 1825 και ζητεί βοήθεια σε τροφές, πυρομαχικά και ενισχύσεις για να χτυπήσει το Καρπενήσι.
Η αφόρητη κατάσταση αναγκάζει το Γιάννη Γιολδάση να αποσυρθεί στη Αποκλείστρα του Προυσού με τους κατοίκους τεσσάρων επαρχιών. Από εκεί στέλνει επιστολή στον Γιώργη Καραϊσκάκη που βρίσκεται στον Μοριά και ζητεί τη βοήθειά του. Στις 25 Μαΐου 1825, ακολουθεί δεύτερη επιστολή παράκλησης, όπου, μεταξύ των άλλων, του γράφει: "...Ενθυμήσου στρατηγέ, ότι και εδώ χριστιανοί αδελφοί μας είναι και αν μίαν τοιαύτην κινδυνώδη περίστασιν υστερηθούν την δυνατήν βοήθειάν σου θέλουν απελπισθούν και η απελπισία των είναι ο έσχατος αφανισμός των..."
Ο Καραϊσκάκης, ανταποκρινόμενος, αφήνει πίσω του τη διχόνοια που καλλιεργούν οι πολιτικοί και τους Μοραΐτες καπεταναίους και αναχωρεί για το Καρπενήσι. Φτάνει Ιούλιο μήνα, συναντιέται με τους ντόπιους καπεταναίους και αμέσως χτυπούν το Καρπενήσι. Οι Τούρκοι αποδεκατίζονται, εκτός ενός μικρού αριθμού που αντιστέκονται σθεναρά μέσα από μία μάντρα της πόλης, όμως, από απροβλεψία ή από κακή τους τύχη, δεν είχανε νερό.
Παραταύτα, τα γεγονότα τρέχουν και ο κίνδυνος στο Μεσολόγγι από τα ασκέρια του Κιουταχή ήταν άμεσος. Αυτό αναγκάζει τον Καραϊσκάκη να εγκαταλείψει το Καρπενήσι και να κινήσει προς το Μεσολόγγι. Φτάνοντας, οργανώνει την άμυνα της πόλης και επιστρέφει πάλι προς το Καρπενήσι. Όπου βρίσκει Τούρκους να κινούνται προς το Μεσολόγγι, χτυπά λυσσαλέα, και τους αποδεκατίζει. Το Μεσολόγγι, όμως, δεν άντεξε την αφόρητη πίεση του πολυάριθμου ασκεριού του Κιουταχή και την Κυριακή των Βαΐων, 10 προς 11 Απριλίου 1826, πέφτει.
Με την πτώση του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής γίνεται κυρίαρχος όλης της Ρούμελης. Από κει εκστρατεύει κατά της Αθήνας, αφήνοντας πίσω του τρόμο και αποκαΐδια. Στις 18 Ιουνίου του 1826, ο Καραϊσκάκης, αν και άρρωστος, μεταβαίνει στη διοίκηση στο Μοριά. Έχοντας το χαρτί της αρχιστρατηγίας στο σελάχι του, κινεί και πάλι για τη Ρούμελη. Φτάνοντας στα μετόπισθεν του Κιουταχή, συντονίζει οργανωμένα χτυπήματα με μεγάλη, μάλιστα, επιτυχία. Αλλά η μάχη στην Αθήνα χάνεται και μαζί της, τόσο άδοξα, χάνεται από αδέσποτο βόλι και ο γενναίος Γιώργης Καραϊσκάκης, όντας καβάλα στο άλογό του.
Με την καταστροφή και του αρχιστρατήγου το χαμό, ακολουθεί και η απογοήτευση των Ελλήνων της Ρούμελης, που, για μία ακόμη φορά, πίστεψαν, ότι η επανάσταση χάθηκε. Μόνο στα βουνά της Ευρυτανίας η κλεφτουριά αντιστέκεται και συντηρεί τη φλόγα αναμμένη.
Στις 12 Ιανουαρίου του 1828, φτάνει στο Ναύπλιο ο πολλά υποσχόμενος Ιωάννης Καποδίστριας. Οργανώνει τη διοίκηση και τα διαλυμένα τμήματα του στρατού. Ορίζει τον αδερφό του Αυγουστίνο ως "πληρεξούσιον τοποτηρητήν" στη Ρούμελη και αρχιστράτηγο τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Τον Οκτώβριο του 1828, ο Υψηλάντης, με τρεις χιλιαρχίες, εκστρατεύει στη Ρούμελη. Ενώνεται με κλέφτικα τμήματα και εξαπολύει επιθέσεις παντού, απελευθερώνοντας τη μία πόλη μετά την άλλη.
Ο Κίτσος Τζαβέλλας –με μια χιλιαρχία, με την πεντηκονταρχία του Νίκου Τζαβέλλα και με τα στρατιωτικά σώματα του Μαστραπά, του Μακρή και του Γάλλου Georges Frédéric baron Dentze, που όλα μαζί έφταναν τους 4.000 στρατιώτες –τραβούν για το Καρπενήσι και φτάνοντας, αρχίζουν να το περισφίγγουν από παντού. Παράλληλα διεξάγονται μάχες στη Λάσπη, στην Αγία Τριάδα και στο Μεγάλο Χωριό.
Στις αρχές Νοεμβρίου, ο Κιουταχής, μη έχοντας εμπιστοσύνη στο φρούραρχο του Καρπενησίου Μοχορδάρη Μπέη, αποφασίζει την αντικατάστασή του με τον Καρανφίλ Μπέη, ο οποίος, με τμήμα αποτελούμενο από 1.700 Τούρκους, εισβάλει μέσω Αγράφων και φτάνει στο Καρπενήσι. Οι πολιορκημένοι παίρνουν "ανάσα" από τα εφόδια που έφερε ο Καρανφίλ Μπέης μαζί του.
Στις 10 Νοεμβρίου, ο Κίτσος Τζαβέλλας, χτυπά εφοδιοπομπή με 200 ζώα φορτωμένα και την λαφυραγωγεί. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φέρει σε δύσκολη θέση τους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν να σκέφτονται την εγκατάλειψη της πόλης. Αλλά μια επιστολή από την διοίκησή τους στη Λάρισα τους ενημερώνει, ότι τους στέλνουν εφόδια και να κρατήσουν πάση θυσία το Καρπενήσι.
Οι Τούρκοι, από τη Λάρισα, στέλνουν 2.000 στρατό υπό τους Σμαήλ Μπέη, Κιαφιζέζη και Μουσταφά Γκέκα, για να πιάσουν και να ασφαλίσουν τις θέσεις από Ζαχαράκη μέχρι τα Καγκέλια του Βελουχιού, απ' όπου θα περάσει μεγάλη εφοδιοπομπή.
Στις 16 Νοεμβρίου η εφοδιοπομπή –τη συνόδευαν 500 Τούρκοι στρατιώτες –βρίσκεται σε πορεία, ενώ κατάκοπο ελληνικό στράτευμα 1.200 πολεμιστών τρέχει στα Καγκέλια του Βελουχιού, για να την προλάβει και να ανακόψει την πορεία της. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς, το απότομο, ανηφορικό και καγκελωτό μονοπάτι του Βελουχιού, δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλης δύναμης.
Υπό τις συνθήκες αυτές, τα τμήματα υπό την διοίκηση των Γιάννη και Τούλια Πανομάρα, Ζαχαρία Γιολδάση, Μακρυγιάννη από τα Κράβαρα και Γιάννη Φαρμάκη, αναγκάζονται να στείλουν κατά της εφοδιοπομπής 200 έμπειρους πολεμιστές. Στις 8 το βράδυ επιτίθενται και καταφέρνουν, με μια δίωρη μάχη, να πλήξουν, εν μέρει, τον εχθρό, ο οποίος, όμως, διέσωσε μερικά φορτία. Τα διασωθέντα εφόδια, έδωσαν παράταση πέντε ημερών στους πολιορκημένους Τούρκους του Καρπενησίου.
Σ’ εκείνη τη μάχη, οι απώλειες του εχθρού, εκτός του τμήματος των εφοδίων, ήταν 15 νεκροί και 40 τραυματίες. Από τη πλευρά των Ελλήνων υπήρχαν λίγοι τραυματισμοί κι αυτό, γιατί τα όπλα των Τούρκων, από την πολύωρη παραμονή στην υγρασία, μείωσαν την πλήρη ανάφλεξη της πυρίτιδας τους.
Ξημερώματα 23 Νοεμβρίου του 1828, οι Τούρκοι αποφασίζουν την εγκατάλειψη του Καρπενησίου. Η πείνα, το κρύο και οι αρρώστιες δεν τους επέτρεπαν άλλο την παραμονή τους σ’ αυτό. Στις 5 το πρωί, για αντιπερισπασμό, καίνε τον πολύπαθο Ναό της Αγίας Τριάδας. Εκεί, ενεπλάκησαν ανταλλάσσοντας τουφεκιές με τμήματα Ελλήνων. Ενώ η μάχη άρχισε να φουντώνει, οι 4.500 Τούρκοι, μέσα από τα Καγκέλια του Βελουχιού, εγκατέλειπαν το Καρπενήσι.
Από το Καρπενήσι μέχρι και το Ζαχαράκη, τους κατεδίωκαν Ελληνικά τμήματα, προκαλώντας τους απώλειες, με μεγαλύτερη αυτή στον Προφήτη Ηλία Νεοχωρίου.
Τα Ελληνικά τμήματα, μπαίνοντας στη πόλη, αντίκρισαν μια εικόνα απογοήτευσης. Τα πάντα ήταν ρημαγμένα από την εκδικητικότητα των Τούρκων, όμως, το Καρπενήσι, έπειτα από 435 χρόνια τούρκικης κατοχής, απελευθερώθηκε οριστικά.
  • Γκιόλιας Μ., Ιστορία Της Ευρυτανίας στους Νεότερους Χρόνους (1393 - 1821), Εκδόσεις «ΠΟΡΕΙΑ», Αθήνα 1999. 616 σελ.
  • Μαυρομύτης Γ.Α., Καρπενήσι 1810 - 1820, Εκδόσεις «ΠΑΝΕΥΡΥΤΑΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ», Αθήνα 2006. 173 σελ.
  • Μηχιώτης Χ., Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι, Εκδόσεις «ΚΑΣΤΑΛΙΑ», Αθήνα 1990. 296 σελ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου